περαιώνω

περαιώνω
περαιῶ, -όω, ΝΑ
φέρω κάτι στο απέναντι μέρος, περνώ κάποιον πέρα από ένα σημείο όπου ήταν προηγουμένως, διαπορθμεύω («περαιοῡν τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην», Πολ.)
2. περαίνω, αποπερατώνω, φέρω σε πέρας κάτι που άρχισα («ἐπεραίωσε τὸν λόγον», επιγρ.)
αρχ.
(αμτβ.) διέρχομαι, περνώ στο απέναντι μέρος
2. παθ. περαιοῡμαι, -όομαι
α) (για καυτήρια) περνάω διά μέσου κάποιου
β) μτφ.) γίνομαι τέλειος, τελειοποιούμαι («ἡ ψυχὴ διὰ φιλοσοφίας ἐπεραιώθη», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περαῖος* (βλ. και λ. πέρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συμπεραιώ — όω, ΜΑ αποπερατώνω κάτι μαζί με άλλον, ολοκληρώνω κάτι συγχρόνως ή μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περαιῶ «περαιώνω, φέρω εις πέρας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”